ευθύνω

ευθύνω
(ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς]
κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο»)
νεοελλ.
1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες
2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι
είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές ενέργειες»)
αρχ.-μσν.
1. διοικώ, κυβερνώ («φίλιππον λαὸν εὐθύνων δορί», Ευρ.)
2. αναιρώ, ανασκευάζω («τὴν Φιλίστου διάλεκτον εὐθύνειν», Πλούτ.)
μσν.
καταδικάζω
αρχ.
1. οδηγώ στην ευθεία ή κατ' ευθείαν («πρὸς οἶκον εὐθύνοντες ἐναλίαν πλάτην», Ευρ.)
2. (για δρόμο) στρώνω, αφαιρώ τα εμπόδια («φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου», ΚΔ)
3. δικάζω σύμφωνα με το δίκαιο
4. στέλνω («χρόνος ὄλβον... εὐθύνει», Πίνδ.)
5. (στην Αθήνα για τους άρχοντες) καλώ κάποιον σε λογοδοσία
6. υποβάλλω σε βασανιστήρια
7. υπηρετώ ως εύθυνος*
8. διοικούμαι, κυβερνώμαι
9. παθ. εὐθύνομαι
α) ανασκευάζομαι, εξελέγχομαι
β) υποβάλλομαι σε κριτική έρευνα
10. α) (αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ εὐθύνων
ο πηδαλιούχος
β) (η μτχ. παθ. ενεστ. στο αρσ. πληθ.) οἱ εὐθυνόμενοι
οι κατηγορούμενοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐθυνῶ — εὐθύνω guide straight fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθύνω — εὐθύ̱νω , εὔθυνος masc nom/voc/acc dual εὐθύ̱νω , εὔθυνος masc gen sg (doric aeolic) εὐθύ̱νω , εὐθύνω guide straight aor subj act 1st sg εὐθύ̱νω , εὐθύνω guide straight pres subj act 1st sg εὐθύ̱νω , εὐθύνω guide straight pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθύνῳ — εὐθύ̱νῳ , εὔθυνος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυνεῖ — εὐθύνω guide straight fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐθύνω guide straight fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυνουμένων — εὐθύνω guide straight fut part mid fem gen pl (attic epic doric) εὐθύνω guide straight fut part mid masc/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυνοῦντα — εὐθύνω guide straight fut part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐθύνω guide straight fut part act masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυνοῦσι — εὐθύνω guide straight fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) εὐθύνω guide straight fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυνούσης — εὐθύνω guide straight fut part act fem gen sg (attic epic) εὐθῡνούσης , εὐθύνω guide straight pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυνούσῃ — εὐθύνω guide straight fut part act fem dat sg (attic epic) εὐθῡνούσῃ , εὐθύνω guide straight pres part act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθῦνον — εὐθύνω guide straight pres part act masc voc sg εὐθύνω guide straight pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”